- γενναιοψυχία
- ηγενναιότητα, θάρρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναιόψυχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενναιοψυχία — η η γενναιότητα, η ανδρεία, η παλικαριά: Η γενναιοψυχία του τον οδήγησε να θυσιαστεί για την πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek
ανδρισμός — ο (Α ἀνδρισμός) ανδρεία νεοελλ. ανδρικό φρόνημα, γενναιοψυχία … Dictionary of Greek
ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία … Dictionary of Greek
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
καρτερόψυχος — η, ο (Μ καρτερόψυχος, ον) αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόψυχος, ο ανδρείος. επίρρ... καρτεροψύχως με γενναιοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, σκληρό ψυχος] … Dictionary of Greek
λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το νέος με ωραίο, αρρενωπό παράστημα και με γενναιοψυχία, παλικάρι … Dictionary of Greek
λεοντώδης — ες (Α λεοντώδης, ῶδες) [λέων] αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες α) η φύση τού λιονταριού («ἡ δ αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές… … Dictionary of Greek
μεγαθυμία — η 1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία 2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή] … Dictionary of Greek